ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Άκουγα πριν από χρόνια έκπληκτος φίλο ψυχίατρο που συμμετείχε σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα αποκατάστασης χρονίων πασχόντων από ψυχικά νοσήματα, να περιγράφει την απίστευτα πειθαρχημένη συμπεριφορά των Γερμανών ασθενών, έναντι των Ελλήνων «ομοδόξων» τους. Το πρόγραμμα προέβλεπε –μεταξύ άλλων- τη γεωργική απασχόληση των ασθενών σε μια μορφή «εργασιοθεραπείας» και αφορούσε ασθενείς με βαρύτατα ψυχικά νοσήματα. Το εντυπωσιακό είναι, ότι αν και η Γερμανική, όσο και η Ελληνική ομάδα ασθενών, πειθαρχούσαν επαρκώς στη διάρκεια εκτέλεσης της χειρωνακτικής τους εργασίας, εν τούτοις, στο άκουσμα του ήχου του διαλλείματος για το μεσημβρινό γεύμα, οι μεν Γερμανοί ασθενείς παρέμεναν απόλυτα πειθαρχημένοι και σε απόλυτη σειρά και τάξη λάμβαναν το φαγητό τους, οι δε Έλληνες συνάδελφοι τους, διαρήγνυαν κυριολεκτικά τα ιμάτια τους και αλλαλάζοντας διασκορπίζονταν άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις, κάνοντας πραγματικά δύσκολη τη ζωή των θεραπευτών τους.
Εύλογα συμπεραίναμε τότε, χαμογελώντας με κάμποση «εθνική αυταρέσκεια», ότι στη Γερμανία, ούτε να τρελλαθεί κανείς δεν μπορεί. Η παρέκκλιση δηλαδή, από την κυρίαρχη κοινωνική κοσμοαντίληψη δεν είναι εφικτή, ούτε με το «άλλοθι» μιας βαρύτατης σχιζοφρένειας.
Το δεύτερο περιστατικό, που η επικαιρότητα των ημερών επαναφέρει στη μνήμη, είναι η στάση της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο του αντάρτικου πόλης της δεκαετίας του ’70 με τους Baader-Meinhof , RAF κ.λπ. Είναι γεγονός, ότι γονείς δεν δίσταζαν να καταγγείλουν στις αρχές τα παιδιά τους, στην υποψία και μόνον ότι μπορεί να εμπλέκονται με την τρομοκρατική οργάνωση. Με τον τρόπο αυτό, μια ολόκληρη κοινωνία, αφαιρούσε από την αρχαία τραγωδία της «Αντιγόνης» το γεννεσιουργό στοιχείο της. Την προαιώνια σύγκρουση της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα στις ηθικές επιταγές της οικογένειας από τη μια και στην υποχρέωση υπακοής στους νόμους της πολιτείας από την άλλη. Υποθέτω, με την έννοια αυτή, ότι η «Αντιγόνη» παρέμενε για τους Γερμανούς πολίτες θεατρικό έργο άνευ νοήματος (α-νόητο), με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβληματίζει, η έκδηλη αρχαιολατρεία που ο λαός αυτός έχει κατά καιρούς επιδείξει.
Και τα δύο ενδεικτικά περιστατικά, αλλά σίγουρα και πλήθος άλλων από τον 1ο και 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγούν στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η απόλυτη πειθάρχηση του ατόμου στις εκάστοτε εντολές της συλλογικότητας, είναι υπαρξιακός όρος εκ των ων ουκ άνευ, για το γερμανικό τρόπο του βίου.
Πρώτος ο Μάξ Βέμπερ, εύστοχα διαπίστωσε, ότι ειναι θεολογικές οι ρίζες αυτού του υπαρξιακού κενού που διαμορφώνει τον υπάκουο πολίτη. Η προτεσταντική ηθική, αναγνωρίζει την εργασία όχι ως αναγκαστική δουλεία-δουλειά, αλλά ως «κλειδί του Παραδείσου». «Η εργασία απελυθερώνει», ειναι το προτεσταντικό motto του ναζισμού. Η προτεσταντική ηθική ρίζωσε βαθιά στη γερμανική συνείδηση και προέτρεψε μεγάλες μάζες ανθρώπων να ασχοληθούν με την εργασία, την επιχειρηματικότητα και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου, τις επενδύσεις και την αποταμίευση. Ο άνθρωπος «αποταμιεύει» καλές πράξεις για να εξασφαλίσει το μισθό του στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως ακριβώς αποταμιεύει χρήματα για να διασφαλίσει τον εδώ «μισθό» του.
Είναι εδώ, στην προτεσταντική ηθική, που η αμαρτία ορίζεται ως η απόκλιση από τον κανόνα, ως η παραβίαση ενός κανονιστικού συστήματος και ο Θεός ως τιμωρός-κριτής, που παραφυλάει να διαπιστώσει αποκλίσεις και να επιβάλλει ποινές.
Όπως τονίζει ο Βέμπερ, η προτεσταντική ηθική ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την αναπάντεχη και ασυντόνιστη μαζική δραστηριότητα, που οδήγησε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Είναι η ίδια αυτή ηθική, που ζητάει σήμερα την επιβολή της εσχάτης των ποινών κατά της αποκλίνουσας Ελλάδας, αλλά και κάθε άλλης ευρωπαϊκής χώρας που δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί τον υπαρξιακό της ευνουχισμό. Είναι η ίδια, που καταδικάζει τον ελληνικό καταναλωτισμό, στους αντίποδες της δικιάς της αποταμίευσης. Χάρις στον προτεσταντισμό, καταδικάζονται σήμερα τα ελληνικά ελλείμματα και βεβαίως χάρις στον προτεσταντισμό, επιτυγχάνονται τα γερμανικά πλεονάσματα.
Την ευθύνη της Γερμανίας για την κρίση της Ελλάδας, υπογραμμίζει με άλλα λόγια και ο Γερμανός Χάινερ Φλάσμπεκ, κορυφαίος οικονομολόγος της Διαρκούς Συνόδου του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UΝCΤΑD). «Δεν είναι καθαρά ελληνικό πρόβλημα», υποστηρίζει, είναι «γενικότερο πρόβλημα για χώρες όπως Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, ακόμα και Γαλλία». Και το πρόβλημα αυτό, έχει μία αιτία: «Την έντονη συμπίεση (ντάμπινγκ) των μισθών που ακολούθησε η Γερμανία στο πλαίσιο της ευρωζώνης».
«Η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει το ντάμπινγκ στους μισθούς, γιατί θα διαλύσει την ΟΝΕ», λέει ο Φλάσμπεκ. Η έγκυρη εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Ζeit» στο πρωτοσέλιδό της που «κοσμεί» τη σημαία της Ελλάδας με τη σφραγίδα «πτώχευση», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Το «ντόμινο για τον δρόμο της χρεοκοπίας που πήραν Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία δεν άρχισε από τις εκθέσεις του οίκου αξιολόγησης Fitch στο Λονδίνο, αλλά από τους μισθούς των επιχειρήσεων στη Γερμανία». Με τον τρόπο αυτό, «η Γερμανία απέσπασε τεράστια πλεονεκτήματα μέσα στην ευρωζώνη, έναντι κυρίως των χωρών του Νότου και της Ελλάδας».
«Θα έπρεπε και η Γερμανία να ακολουθήσει το γενικό κανόνα στην εξέλιξη των μισθών, επάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ΟΝΕ (συμπεριλαμβάνεται στη Συνθήκη του Μάαστριχ): 2% πληθωρισμός, συν το εθνικό ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας. «Ο κανόνας αυτός αγνοήθηκε πλήρως από τη Γερμανία».
Συνεχίζοντας ο κ. Χ. Φλάσμπεκ, τονίζει ότι «Για την ανταγωνιστικότητα στο χώρο της Ευρωζώνης, το καθοριστικό μέγεθος είναι το μισθολογικό κόστος μονάδας». «Το ποσοστό πληθωρισμού που επιτρέπει η ΕΚΤ είναι λίγο κάτω από 2%. Αν συνυπολογιστεί αυτό στο μισθολογικό κόστος μονάδας, ο μέσος όρος αύξησής του στα χρόνια λειτουργίας της ΟΝΕ είναι περίπου στο 21%. Στην Ελλάδα, η πραγματική αύξηση ήταν 26% - στη Γερμανία μόλις 8% και στην ΟΝΕ χωρίς τη Γερμανία 27%».
Στο ερώτημα που αβίαστα ανακύπτει, πώς ένας ολόκληρος λαός πειθάρχησε σε αυξήσεις μόλις 8%, όταν η υπόλοιπη ευρωζώνη έφτασε το 27%, δηλαδή, είναι «τρελλοί αυτοί οι Γερμανοί;», απαντάει η πρώτη παράγραφος του παρόντος.
Τι έχει συμβεί λοιπόν; Χάρις στην ακαταμάχητη ισχύ του προτεσταντικού δόγματος στη συνείδηση της γερμανικής κοινωνίας, ο γερμανικός καπιταλισμός κατάφερε, στα χρόνια λειτουργίας της ΟΝΕ, να αυξηθεί το μισθολογικό κόστος στη Γερμανία μόλις κατά 8%, έναντι 26% στην Ελλάδα και 27% στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αποτέλεσμα: εξαιρετικά ανταγωνιστικά γερμανικά προϊόντα και πλεονάσματα από τη μια και μη ανταγωνιστικά προϊόντα και ελλείμματα για τους υπόλοιπους.
Θα τολμούσε κανείς να μιλήσει για επανάκαμψη του γερμανικού ιμπεριαλισμού με οικονομικούς όρους αυτή τη φορά, αλλά με την ίδια και πάλι προτεσταντική αφετηρία. Και είναι ενδιαφέρον να δούμε, κάτω από αυτό το πρίσμα, τη στάση των υπόλοιπων προτεσταντικών, καθολικών και ορθόδοξων χωρών της Ευρώπης, αν θα αναδείξουν τον Samuel Huntington σε προφήτη.
Σε κάθε περίπτωση, ο μέρμηγκας αναδεικνύεται έτσι σε πρώτης τάξεως προτεστάντη, που περιχαρακωμένος στην ασφάλεια της δίαιτας του, καταγγέλει τον «επιπόλαιο» και «μωρό» ορθόδοξο (ή και καθολικό) τζίτζικα και διαμαρτυρόμενος (protest) για την απρονοησία του, νίπτει τας χείρας του. Όμως, σε αντίθεση με το γνωστό μύθο, ο τζίτζικας κατανάλωσε -με βουλιμία, ίσως- την ίδια τη «μερμηγκική» παραγωγή. Από τον μέρμηγκα δανείστηκε, για να επιτύχει αυτήν την κατανάλωση. Από τον μέρμηγκα διεφθάρει, για να αγοράσει όσο- όσο την «μερμηγκική» παραγωγή.
Τι θα συμβεί στην περιχαρακωμένη βεβαιότητα του μέρμηγκα, στην εγκυστωμένη σιγουριά του για τον αυριανό Παράδεισο, όταν ο τζίτζικας ανοίξει τα φτερά του και πετάξει μακριά; Διότι ως γνωστόν, ο τζίτζικας διαθέτει φτερά... και οι εποχές, σε αντίθεση με την προτεσταντική γραμμική εκδοχή του χρόνου, κάνουν κύκλους (κύκλιος χρόνος) και τα καλοκαίρια όλο και ξανάρχονται... σε αντίθεση με τους Γερμανούς...ή μήπως όχι;
20.03.10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου